- πληκτροποιητικώς
- Αεπίρρ. βλ. πληκτροποιητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληκτροποιητικός — ή, όν,Α [πληκτροποιός] το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού πληκτροποιού. επίρρ... πληκτροποιητικῶς με την τέχνη τού πληκτροποιού … Dictionary of Greek